- εκθλίβω
- (αόρ. εξέθλιψα, παθ. αόρ. εξεθλίβην и εξεθλίφθην) μετ.1) выжимать, выдавливать; экстрагировать; 2) грам, элидировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκθλίβω — ἐκθλί̱βω , ἐκθλίβω squeeze out pres subj act 1st sg ἐκθλί̱βω , ἐκθλίβω squeeze out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθλίβω — (AM ἐκθλίβω) 1. συμπιέζω και αφαιρώ τον χυμό, στίβω σταφύλια, φρούτα κ.λπ. 2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στο τέλος λέξεων, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο αρχ. μσν. διώχνω κάποιον από τη θέση του, εξωθώ αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek
εκθλίβω — έκθλιψα και εξέθλιψα, εκθλίφτηκα, εκθλιμμένος 1. (για καρπούς), στίβω, ξεζουμίζω: Στο ελαιοτριβείο εκθλίβομε ελιές. 2. (γραμμ.), αποβάλλω το τελικό φωνήεν λέξης πριν από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης: Εκθλίφτηκε το ε στη φράση «σ αυτόν» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκθλῖβον — ἐκθλίβω squeeze out pres part act masc voc sg ἐκθλίβω squeeze out pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκθλίβω — [εκθλίβω] αναγκάζω κάτι με πίεση να περάσει μέσα από κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐκθλῖψαι — ἐκθλίβω squeeze out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτεθλῖφθαι — ἐκθλίβω squeeze out perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίβετε — ἐκθλί̱βετε , ἐκθλίβω squeeze out pres imperat act 2nd pl ἐκθλί̱βετε , ἐκθλίβω squeeze out pres ind act 2nd pl ἐκθλί̱βετε , ἐκθλίβω squeeze out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίβῃ — ἐκθλί̱βῃ , ἐκθλίβω squeeze out pres subj mp 2nd sg ἐκθλί̱βῃ , ἐκθλίβω squeeze out pres ind mp 2nd sg ἐκθλί̱βῃ , ἐκθλίβω squeeze out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψει — ἔκθλιψις squeezing out fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκθλίψεϊ , ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (epic) ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (attic ionic) ἐκθλί̱ψει , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἐκθλί̱ψει , ἐκθλίβω squeeze… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψουσι — ἐκθλί̱ψουσι , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 3rd pl (epic) ἐκθλί̱ψουσι , ἐκθλίβω squeeze out fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκθλί̱ψουσι , ἐκθλίβω squeeze out fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)